φτερωτή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φτερωτή < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φτερωτή θηλυκό

  • τμήμα ή εξάρτημα διαφόρων μηχανών με αρκετά φτερά

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

φτερωτή

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]