φτωχικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φτωχικό | τα | φτωχικά |
γενική | του | φτωχικού | των | φτωχικών |
αιτιατική | το | φτωχικό | τα | φτωχικά |
κλητική | φτωχικό | φτωχικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φτωχικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου φτωχικός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fto.çiˈko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτω‐χι‐κό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φτωχικό ουδέτερο
- (με μετριοφροσύνη) φτωχικό σπίτι, ταπεινή κατοικία
- (κατ' επέκταση, οικείο) κάθε σπίτι, ακόμα και ένα πλουσιόσπιτο (με διάθεση μετριοφροσύνης και ταπεινότητας)
- ↪ καλωσήρθατε στο φτωχικό μας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]φτωχικό