φυγοδικώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φυγοδικώ < αρχαία ελληνική φυγοδικέω

φυγοδικώ

  • αποφεύγω να παραστώ σε δίκη για αδίκημα για το οποίο κατηγορούμαι, διαπράττω το αδίκημα της φυγοδικίας, είμαι φυγόδικος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]