φυγοκέντρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυγοκέντρηση | οι | φυγοκεντρήσεις |
γενική | της | φυγοκέντρησης* | των | φυγοκεντρήσεων |
αιτιατική | τη | φυγοκέντρηση | τις | φυγοκεντρήσεις |
κλητική | φυγοκέντρηση | φυγοκεντρήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φυγοκεντρήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυγοκέντρηση θηλυκό