φυλακίτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φῠλᾰκῑτ-
ονομαστική φυλακίτης οἱ φυλακῖται
      γενική τοῦ φυλακίτου τῶν φυλακιτῶν
      δοτική τῷ φυλακίτ τοῖς φυλακίταις
    αιτιατική τὸν φυλακίτην τοὺς φυλακίτᾱς
     κλητική ! φυλακῖτ φυλακῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φυλακίτ
γεν-δοτ τοῖν  φυλακίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φῠλᾰκῑ́της < φύλαξ + -ίτης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φῠλᾰκῑ́της ουδέτερο

  1. ο φυλακισμένος, ο κλεισμένος στη φυλακή
     συνώνυμα: δεσμώτης
  2. (Στην Αίγυπτο) το όργανο της τάξεως, ο αστυνομικός
  3. (Στον πληθυντικό) οἱ φῠλᾰκῑ͂ται: η αιγυπτιακή αστυνομία

Πηγές[επεξεργασία]