φυλακίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φῠλᾰκῑτ- | |||||
ονομαστική | ὁ | φυλακίτης | οἱ | φυλακῖται | |
γενική | τοῦ | φυλακίτου | τῶν | φυλακιτῶν | |
δοτική | τῷ | φυλακίτῃ | τοῖς | φυλακίταις | |
αιτιατική | τὸν | φυλακίτην | τοὺς | φυλακίτᾱς | |
κλητική ὦ! | φυλακῖτᾰ | φυλακῖται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φυλακίτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φυλακίταιν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φῠλᾰκῑ́της ουδέτερο
- ο φυλακισμένος, ο κλεισμένος στη φυλακή
- (Στην Αίγυπτο) το όργανο της τάξεως, ο αστυνομικός
- (Στον πληθυντικό) οἱ φῠλᾰκῑ͂ται: η αιγυπτιακή αστυνομία
Πηγές[επεξεργασία]
- φυλακίτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'στρατιώτης' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως τα -ης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)