φυσική μνήμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυσική μνήμη < → δείτε τις λέξεις εικονικός και μνήμη, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική physical memory
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]φυσική μνήμη
- (πληροφορική) physical memory: η κύρια πραγματική μνήμη, όπως σε έναν προσωπικό υπολογιστή (PC) η μνήμη RAM, σε αντίθεση με την εικονική μνήμη (virtual memory) όπως αυτή υλοποιείται από το λειτουργικό σύστημα [1]
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Υπερώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυσική μνήμη
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Βαβουλιώτης Γεώργιος, Αθήνα, Μάρτιος 2018, διπλωματική εργασία, Ανάλυση Eπίδοσης Mηχανισμών TLB Prefetching, σελ. 24. Πρόσβαση 2020-12-14.