φυτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φυτικός | η | φυτική | το | φυτικό |
γενική | του | φυτικού | της | φυτικής | του | φυτικού |
αιτιατική | τον | φυτικό | τη | φυτική | το | φυτικό |
κλητική | φυτικέ | φυτική | φυτικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φυτικοί | οι | φυτικές | τα | φυτικά |
γενική | των | φυτικών | των | φυτικών | των | φυτικών |
αιτιατική | τους | φυτικούς | τις | φυτικές | τα | φυτικά |
κλητική | φυτικοί | φυτικές | φυτικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυτικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φυτικός < φυτ(όν) + -ικός < φύω
Επίθετο
[επεξεργασία]φυτικός
- σχετικός με τα φυτά, που προέρχεται από το φυτικό βασίλειο
- ↪ φυτικός οργανισμός, φυτικό κύτταρο, λίπος, φυτική ίνα
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- φυτικές λειτουργίες: οι αυτόνομες λειτουργίες του οργανισμού, οι οποίες δεν εξαρτώνται από τη βούληση (π.χ. η αναπνοή)
- φυτική κατάσταση: κατάσταση του εγκεφάλου κατά την οποία παύει να λειτουργεί ο φλοιός του, αλλά λειτουργεί στοιχειωδώς το στέλεχος
Σύνθετα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυτικός
|
φυτικές λειτουργίες
Πηγές
[επεξεργασία]- φυτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- φυτικός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φυτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)