φυτογή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυτογή | οι | φυτογές |
γενική | της | φυτογής | των | φυτογών |
αιτιατική | τη | φυτογή | τις | φυτογές |
κλητική | φυτογή | φυτογές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυτογή < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fi.toˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐το‐γή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυτογή θηλυκό
- χώμα από αποσυνθεμένες φυτικές ουσίες