φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν
- (προφορικό) ασχολείται με θέματα που δεν τον αφορούν, επεμβαίνει σε ξένες υποθέσεις
- ↪ Κάτσε στα αβγά σου μωρέ και μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν!
- ≈ συνώνυμα: μπαίνω σε ξένα χωράφια, χώνω τη μύτη μου παντού, ανακατεύομαι, χώνομαι
- ≠ αντώνυμα: κάθομαι στα αβγά μου, κυττάζω τη δουλειά μου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φυτρώνει εκεί που δεν τον σπέρνουν
|
Πηγές
[επεξεργασία]- φυτρώνει - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)