φυτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φυτός < φύω

Επίθετο

[επεξεργασία]

φυτός, ἡ φυτή, τό φυτόν

  1. που έχει βλαστήσει, φυτρώσει
  2. (μεταφορικά) αυτός που είναι έργο της φύσης, όχι ο τεχνητός, δίχως την παρέμβαση ανθρώπου
  3. πιθανόν ο ξύλινος


Συγγενικά

[επεξεργασία]