φωβισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φωβισμός οι φωβισμοί
      γενική του φωβισμού των φωβισμών
    αιτιατική τον φωβισμό τους φωβισμούς
     κλητική φωβισμέ φωβισμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φωβισμός < fauvisme < fauve

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φωβισμός αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]