φωνίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωνίτσα οι φωνίτσες
      γενική της φωνίτσας
    αιτιατική τη φωνίτσα τις φωνίτσες
     κλητική φωνίτσα φωνίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φωνίτσα < φων(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /foˈni.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐νί‐τσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φωνίτσα θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φωνή