φωνακλού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωνακλού οι φωνακλούδες
      γενική της φωνακλούς των φωνακλούδων
    αιτιατική τη φωνακλού τις φωνακλούδες
     κλητική φωνακλού φωνακλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φωνακλού < φωνακλ(άς) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fo.naˈklu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐να‐κλού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φωνακλού θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φωνακλάς

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

φωνακλού