φωσφορίζων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φωσφορίζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα φωσφορίζω

Επίθετο

[επεξεργασία]

φωσφορίζων, -ουσα, -ον

φωσφορίζον υλικό
φωσφορίζοντα χρώματα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]