φωσφορούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]φωσφορούχος, α, ο (το θηλυκό, και φωσφορούχος)
- ουσία που περιέχει φωσφόρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φωσφορούχος