φωτίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φωτίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος φωτίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]φωτίζομαι, πρτ.: φωτιζόμουν, στ.μέλλ.: θα φωτιστώ, αόρ.: φωτίστηκα, μτχ.π.π.: φωτισμένος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] από φωτισμό
από θεϊκή εμπειρία