φωτιοκαμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]φωτιοκαμένος, -η, -ο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
- αυτός που έχει καεί από φωτιά
- αυτός που έχει υποστεί καταστροφή από πυρκαγιά
- (μεταφορικά) ο κεραυνοβολημένος
- (ιδιωματικό, Νάξος, Κυκλάδες) : υβριστικό (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φωτιοκαμένος
|