φωτοβολώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φωτοβολώ < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική φωτοβολώ < φωτο- + -βολώ[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fo.to.voˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐το‐βο‐λώ
Ρήμα
[επεξεργασία]φωτοβολώ, αόρ.: φωτοβόλησα, μτχ.π.π.: φωτοβολημένος
- παράγω λάμψη, λάμπω
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φωτοβολώ
→ δείτε τη λέξη λάμπω |
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φωτοβολώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα φωτο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -βολώ (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)