φώτα αεροπλοΐας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος πολυλεκτικού όρου
[επεξεργασία]φώτα αεροπλοΐας ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φως αεροπλοΐας: φώτα (φανοί) που υποχρεούται να φέρει κάθε εναέριο μέσο, σύμφωνα με διεθνείς κανονισμούς
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φώτα αεροπλοΐας
|