φώτα ασφαλείας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος πολυλεκτικού όρου
[επεξεργασία]φώτα ασφαλείας ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φώς ασφαλείας: φώτα που ενεργοποιούνται σε έκτακτες ανάγκες, όπως σε διακοπή ηλεκτρικού ρεύματος, ή σε ειδικούς χώρους π.χ. σε γέφυρες πλοίων, φωτογραφικά εργαστήρια κ.λπ.