χάβαρου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈxa.va.ɾu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐βα‐ρου
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- χάβαρου < → δείτε τη λέξη χάβαρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάβαρου ουδέτερο
- (ιδιωματικό, γαστρονομία) το χάβαρο [1]
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- χάβαρου : κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
χάβαρου ουδέτερο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Αγγελική Ράλλη (2017), Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου. Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ]. ISBN 978-960-9789-06-6, σελ. 317.