χήμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χήμη | αἱ | χῆμαι |
γενική | τῆς | χήμης | τῶν | χημῶν |
δοτική | τῇ | χήμῃ | ταῖς | χήμαις |
αιτιατική | τὴν | χήμην | τὰς | χήμᾱς |
κλητική ὦ! | χήμη | χῆμαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χήμᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χήμαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χήμη < χάσκω ή χαίνω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χήμη θηλυκό (ίσως & χημίον)
- χασμουρητό
- σημασία: όστρακο
- είδος όστρακου
- ※ 2ος κε αιώνας Κλαύδιος Αἰλιανός (Claudius Aelianus), Περὶ ζῴων ἰδιότητος Ael.NA 15.12
- χῆμαι δὲ θαλάττιαι ζῷόν εἰσι... αἳ μὲν γὰρ αὐτῶν τραχεῖαι πεφύκασιν, αἳ δὲ λεῖαι πάνυ, τὰς μὲν τοῖς δακτύλοις πιέσας συνθλάσεις, τὰς δὲ συντρίψεις λίθῳ: καὶ αἳ μὲν αὐτῶν μελάνταται τὴν χρόαν εἰσίν, αἳ δέ, ἀργύρῳ φαίης...
- → λείπει η μετάφραση
- όστρακο που χρησιμοποιούσαν ως μέτρο χωρητικότητας
- είδος όστρακου
Πηγές[επεξεργασία]
- χήμη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσες μεταφράσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)