χίπστερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χίπστερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική hipster
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χίπστερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- άτομο που ντύνεται βάσει του αντίστοιχου στυλ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)