χίπστερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χίπστερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική hipster

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χίπστερ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

  • άτομο που ντύνεται βάσει του αντίστοιχου στυλ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]