χαδούσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαδούσα < χάδι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαδούσα θηλυκό

  • η χαδιάρα γυναίκα, αυτή που της αρέσουν τα χάδια και οι τρυφερότητες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]