χαζο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαζο- < χαζ(ός) + -ο- ή -ό-

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐ζο-

Πρόθημα

[επεξεργασία]

χαζο- ή χαζό-

πρώτο συνθετικό λέξης που δηλώνει:

  1. χαζομάρα, ανοησία, αφέλεια
    χαζόγρια
  2. έλλειψη σοβαρότητας, συνήθως λόγω συναισθηματικής φόρτισης του προσώπου που ορίζεται στο δεύτερο συνθετικό για κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο (συνήθως, παιδί)
    χαζομπαμπάς
  3. κάτι χωρίς σημασία
    χαζολογάω

Σύνθετα

[επεξεργασία]

όπως