χακάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /xaˈka.ɾi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐κά‐ρι‐σμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χακάρισμα ουδέτερο
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του χακάρω
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χακάρισμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισμα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)