χαλαζάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]χαλαζάω < χάλαζα
Ρήμα
[επεξεργασία]χαλαζάω θηλυκό
- ρίχνω χαλάζι
- ρίχνω κάτι που μοιάζει με χαλάζι, σαν χαλάζι
- βγάζω εξανθήματα