χαλαρότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

χαλαρότης < χαλάω-χαλῶ) (χαλαρώνω, λύνω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

χαλαρότης θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]