χαλβάνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]χαλβάνη < σημιτικής ρίζας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαλβάνη θηλυκό
- θεραπευτικός ρητινώδης οπός, κόμμι από φυτό που οι αρχαίοι Έλληνες εισήγαγαν από τη Συρία ως φάρμακο -κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για το σημερινό γάλβανο ή πάντως για κάποιο είδος φερούλας, ίσως την Ferula galbaniflua
Συγγενικά
[επεξεργασία]- χαλβανόεις, -εσσα, -εν (από χαλβάνη, της χαλβάνης, π.χ. η ρίζα)