χαλβάνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

χαλβάνη < σημιτικής ρίζας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαλβάνη θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • χαλβανόεις, -εσσα, -εν (από χαλβάνη, της χαλβάνης, π.χ. η ρίζα)