χαλεπλής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαλεπλής αρσενικό
- ο καταγόμενος από το Χαλέπι της Συρίας, λέξη που ήταν σε χρήση την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαλεπλής
|