χαλεπλής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαλεπλής < Χαλέπι (Αλέππο)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαλεπλής αρσενικό

  • ο καταγόμενος από το Χαλέπι της Συρίας, λέξη που ήταν σε χρήση την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]