χαλκευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]χαλκευμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χαλκεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαλκευμένος
|
χαλκευμένος
|