χαλκωματάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χαλκωματάδικο < χαλκωματάς + -άδικο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χαλκωματάδικο ουδέτερο
- το εργαστήριο και μαγαζί του χαλκωματά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χαλκωματάδικο
|