χαλυβδοσωλήνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαλυβδοσωλήνας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαλυβδοσωλήνας αρσενικό
- σωλήνας από χάλυβα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαλυβδοσωλήνας
|