χαμαλίκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαμαλίκα < χαμάλης ή χαμαλίκι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαμαλίκα θηλυκό

  • το πανί που ρίχνουν στην πλάτη τους οι αχθοφόροι για να μην τραυματίζονται ή να μην πονούν οι σπόνδυλοι και ο αυχένας τους από τα σκληρά αντικείμενα που μεταφέρουν στη ράχη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]