χαμηλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαμηλώνω < λείπει η ετυμολογία

χαμηλώνω

  • κατεβάζω ελαφρά, ελαττώνω, το επίπεδο από κάτι
    χαμήλωσε λίγο τη φωνή, το παιδί κοιμάται δίπλα!

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]