χαραμοφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]χαραμοφάγος, -ος/-α, -ο (& χαραμοφάος & χαραμοφάης & χαραμοφάς)
- ο χαραμοφάης, που τρώει το ψωμί χαράμι, χωρίς να δουλεύει για αυτό, χωρίς να κάνει τίποτα για να το κερδίσει, που ζει παρασιτικά ενώ μπορεί να προσφέρει
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαραμοφάγος
|