χαραμοφάισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαραμοφάισσα < χαραμοφάης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαραμοφάισσα θηλυκό
- θηλυκό του χαραμοφάης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χαραμοφάης
χαραμοφάισσα
|