χαροκόπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαροκόπος αρσενικό
- ο γλεντζές
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαροκόπος
|
Δείτε επίσης : Χαροκόπος |
χαροκόπος αρσενικό
|