χαρτοκλεπτῶ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαρτοκλεπτῶ < (χαρτιά) χαρτο- + κλέπτω

χαρτοκλεπτῶ ή χαρτοκλεπτέω

Συγγενικά

[επεξεργασία]