χαρτοπετσετούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαρτοπετσετούλα | οι | χαρτοπετσετούλες |
γενική | της | χαρτοπετσετούλας | — | |
αιτιατική | τη | χαρτοπετσετούλα | τις | χαρτοπετσετούλες |
κλητική | χαρτοπετσετούλα | χαρτοπετσετούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαρτοπετσετούλα < χαρτοπετσέτα + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαρτοπετσετούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαρτοπετσετούλα
|