χαρτοφυλάκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαρτοφυλάκιο < ελληνιστική κοινή χαρτοφυλάκιο < χαρτοφύλαξ (γενική -κος) + -ιο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαρτοφυλάκιο ουδέτερο
- (οικονομία) το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων όπως μετοχών, ομολογιών, εργαλείων χρηματαγοράς (π.χ. παράγωγα) και τίτλους ιδιοκτησίας που κατέχει κάποιος
- το χαρτοφυλάκιό του περιέχει κυρίως τίτλους ξένων εταιρειών και ένα μικρό μέρισμα κρατικών ομολογιών
- ο τομέας ευθύνης ενός υπουργείου
- ο κος Χ πήρε το χαρτοφυλάκιο των Οικονομικών
- υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- χαρτοφύλακας
- → δείτε τις λέξεις χαρτί και φυλάσσω