χαρωπά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαρωπά < χαρωπός
Επίρρημα
[επεξεργασία]χαρωπά
- χαρωπά τα δυο μου χέρια τα χτυπώ... (από παιδικό τραγουδάκι)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]χαρωπά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χαρωπό