χασαπομάχαιρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χασαπομάχαιρο ουδέτερο
- μεγάλο μαχαίρι που χρησιμοποιείται κατά τον τεμαχισμό των κρεάτων· (κυριολεκτικά) το μαχαίρι των χασάπηδων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χασαπομάχαιρο
|