χασικλού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χασικλού οι χασικλούδες
      γενική της χασικλούς των χασικλούδων
    αιτιατική τη χασικλού τις χασικλούδες
     κλητική χασικλού χασικλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χασικλού < χασικλ(ής) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xa.siˈklu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐σι‐κλού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χασικλού θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χασικλής