χαύνωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαύνωση | οι | χαυνώσεις |
γενική | της | χαύνωσης* | των | χαυνώσεων |
αιτιατική | τη | χαύνωση | τις | χαυνώσεις |
κλητική | χαύνωση | χαυνώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαυνώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαύνωση < (καθαρεύουσα) χαύνωσις < ελληνιστική κοινή χαύνωσις "χαλάρωση" < αρχαία σημασία "σύγχυση"
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαύνωση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαύνωση
|