χειλάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χειλάς < χείλη και -άς

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χειλάς αρσενικό

  • με μεγάλα, έντονα χείλη

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]