χειραλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο και χειρικός
- (χημεία) που αφορά ή διαχωρίζει χημικές ενώσεις και τις κατοπτρικά αντίστοιχές τους