χειριστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χειριστικός < ελληνιστική κοινή χειριστικός < χειρίζω < αρχαία ελληνική χείρ (2. (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική manipulative)
Επίθετο
[επεξεργασία]χειριστικός, -ή, -ό
- σχετικός με τον χειρισμό
- (νεολογισμός) που επιδιώκει να επιβάλλεται στους άλλους ικανοποιώντας την επιθυμία του
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις χειρίζομαι και χέρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χειριστικός
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)