χειροτερεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χειροτερεύω < χειρότερος

χειροτερεύω (χωρίς μεσοπαθητικό τύπο)

  1. κάνω κάτι χειρότερο απ΄ό,τι ήταν
    Μη χειροτερεύεις τα πράματα ρίχνοντας λάδι στη φωτιά
  2. η κατάστασή μου γίνεται χειρότερη απ΄ ό,τι ήταν, επιδεινώνεται
    Ο πυρετός είχε πέσει χτες αλλά τώρα σαν να μου φαίνεται ότι χειροτερεύω πάλι
  • υπάρχουν επίσης οι λαϊκότροποι τύποι σε -έψω και -εψα αντί -ευσ, -εύσ (χειροτέρεψα, θα χειροτερέψω)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]