χειρουργήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]χειρουργήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος χειρουργώ
- θα χειρουργήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος χειρουργώ